- ιηλεμίστρια
- ἰηλεμίστρια, ἡ (Α)ιων. τ. τού ιαλεμίστρια*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰηλεμιστρίας — ἰηλεμιστρίᾱς , ἰαλεμίστρια wailing woman fem acc pl (ionic) ἰηλεμιστρίᾱς , ἰαλεμίστρια wailing woman fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιαλεμίστρια — ἰαλεμίστρια, ιων. τ. ἰηλεμίστρια, ἡ (Α) [ιαλεμίζω] γυναίκα που θρηνεί … Dictionary of Greek